- οπλομαχία
- Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία).
Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών. Στην αρχαία Ελλάδα ως εφευρέτης της έντεχνης ο. αναφέρεται ο Δημέας από τη Μαντίνεια. Ο Άντυλλος όμως (2ος αι. μ.Χ.) υποστηρίζει ότι η τέχνη της ο. ανακαλύφθηκε από τους Ρωμαίους. Γενικά, η ο. έως τον 16o αι. περιορίστηκε στην εξάσκηση με το ξίφος, ως όπλου επιθετικού με την ασπίδα, ως αμυντικού. Κατά τον 16o αι. η ασπίδα καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με το εγχειρίδιο. Περίπου το 1560 έγινε στη Γαλλία η πρώτη απόπειρα να χρησιμοποιηθεί μόνο το ξίφος αλλά θεωρήθηκε πολύ νεωτεριστική και έως τα τέλη του 16ου αι. εξακολούθησε να επικρατεί η παλιά τεχνική. Η νεότερη ο. εμφανίστηκε στα τέλη του 17ου αι. με ένα σχετικά κοντό ξίφος και πήρε τότε την οριστική της μορφή, κυρίως μετά τη χρήση της προσωπίδας.
Με την πάροδο του χρόνου η ο. περιορίστηκε μόνο στη σωματική άσκηση, σε μερικά όμως κράτη, χρησιμεύει με τη μορφή της λογχοφορίας, στην εκγύμναση των στρατιωτών του πεζικού (ξιφολόγχη), είτε κατά την επίθεση είτε κατά την άμυνα εναντίον πεζού ή ιππέα.
Η ξιφασκία ήταν πολύ διαδομένη στην Ευρώπη στο 17o αιώνα. Σε μερικές μάλιστα χώρες υπήρξε αντικείμενο κερδοσκοπικών στοιχημάτων, σε ειδικές λέσχες.
Η λογχομαχία είναι είδος οπλομαχίας για την οποία απαιτείται ειδική στολή, ειδικά γάντια και προστατευτική προσωπίδα.
* * *η (Α ὁπλομαχία) [οπλομάχος]νεοελλ.1. στρ. η χρήση τών όπλων σε συμπλοκή εκ τού συστάδην, δηλ. κατά τη μάχη σώμα προς σώμα2. η εξάσκηση στην επιδέξια χρήση τών αγχέμαχων όπλωναρχ.1. η διεξαγωγή μάχης με τη χρήση βαρέων όπλων2. η τέχνη τής χρήσης βαρέων όπλων3. η τέχνη τού πολέμου γενικά4. είδος αθλητικής άσκησης.
Dictionary of Greek. 2013.